- βάθος
- το1. η απόσταση από την επιφάνεια ως τον πυθμένα, η βαθύτητα σε αντίθεση με το ύψος: Οι σφουγγαράδες κατεβαίνουν σε μεγάλο βάθος στη θάλασσα.2. η απόσταση από την είσοδο ως το εσωτερικό ενός χώρου: Η πόρτα του δωματίου βρισκόταν στο βάθος του διαδρόμου.3. το φόντο σε ένα ζωγραφικό πίνακα: Ο πίνακας παράσταινε έναν ψαρά και στο βάθος τη θάλασσα.4. (λογ.), το σύνολο των ουσιωδών γνωρισμάτων μιας έννοιας (αντίθ. πλάτος): Όσο μεγαλώνει το βάθος μιας έννοιας, τόσο πιο δύσκολο γίνεται να την κατανοήσεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.